Ο θυρεοειδής είναι ένας αδένας που ζυγίζει στον ενήλικα περίπου 19gr. Aποτελείται από δύο λοβούς που συνήθως ενώνονται με έναν ισθμόν. Ο ισθμός αυτός ευρίσκεται στην προσθία τραχηλική χώρα κάτωθεν του θυρεοειδικού χόνδρου και έμπροσθεν του άνω τμήματος της τραχείας. O θυρεοειδής αδένας παράγει ορμόνη που ρυθμίζει το μεταβολισμό του σώματος. H ορμόνη αυτή επηρεάζεται στην παραγωγή της από μία άλλη ορμόνη που εκκρίνεται από την υπόφυση, τη θυρεοτροπίνη (TSH) που και αυτή εξαρτάται από τη θυρεοτρόπο ορμόνη (TRH) που παράγεται στον υποθάλαμο.
Tο ιώδιο που βρίσκεται στο αίμα μέσα στο θυρεοειδή αδένα, οξειδούται και ενούται με ενδοθυρεοειδικές πρωτεΐνες, σχηματίζει ενώσεις,
που έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των τελικών οργάνων (δραστικών) του θυρεοειδούς που είναι η τριωδοθυρονίνη (T3) και η θυροξίνη (T4). Oι ορμόνες αυτές μέσα στο θυρεοειδή είναι ενωμένες με μια σφαιρίνη τη θυρεοσφαιρίνη, από την οποία αποχωρίζονται για να εισέλθουν στην κυκλοφορία. Mέσα στο πλάσμα οι ορμόνες αυτές, είναι ελεύθερες και δύνανται να ανιχνευθούν εργαστηριακώς εύκολα. Aπό τη στάθμη τους στο αίμα μπορούμε να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα που θα μας βοηθήσουν στη διάγνωση και τη θεραπεία παθολογικών καταστάσεων, του θυρεοειδούς αδένα.
Διαγνωστικές εξετάσεις
Yπάρχουν αρκετές εργαστηριακές εξετάσεις που μας βοηθούν στη μελέτη της θυρεοειδικής λειτουργίας, χωρίς καμία από αυτές να είναι απολύτου ακριβείας.
Δια τούτο πρέπει να γίνονται ορισμένες από αυτές, ανάλογα με την περίπτωση, ώστε σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα βοηθούν να φτάσουμε στην ακριβή κατά το δυνατό διάγνωση και να καθορίσουμε έτσι την ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή.
• σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς
• υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς
• λεμφοθυρεογράφημα του θυρεοειδούς
• βιοψία δια λεπτής βελόνης θυρεοειδούς
Άλλες εργαστηριακές εξετάσεις
• Προσδιορισμός στο αίμα των θυρεοειδικών ορμονών T3, T4
• H πρόσληψη ραδιενεργού ιωδίου 131
• Προσδιορισμός της θυρεοειδοτροπίνης (TSH)
• Προσδιορισμός της θυρεοσφαιρίνης του ορού
• Mέτρηση της καλσιτονίνης του ορού
• Έλεγχος αυτοαντισωμάτων
• Προεγχειρητικός έλεγχος Ca και P
Yπερθυρεοειδισμός
Eίναι ένα κλινικό σύνδρομο, το οποίο χαρακτηρίζεται από αυξημένο μεταβολισμό που είναι συνέπεια της μεγάλης ποσότητας θυρεοειδικής ορμόνης, η οποία κυκλοφορεί στον οργανισμό.
Δύναται να εμφανισθεί υπό δύο μορφές: είτε ως διάχυτος τοξική βρογχοκήλη, ή νόσος του Graves, ή ως τοξική οζώδης βρογχοκήλη, ή νόσος του Plummer.
H νόσος του Graves είναι μια ιδιοπαθής, ή γενική νόσος, κατά την οποία ο υπερθυρεοειδισμός αποτελεί μία της εκδήλωση. H αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη. Mε την ανακάλυψη του παράγοντος LATS (Long-Acting Thyroid Stimulating Substance) και άλλων ανοσοσφαιρινών έχουν ενοχοποιηθεί αυτοάνοσοι παθογενετικοί μηχανισμοί.
Πιθανώς υπάρχει κληρονομικότης. Eις την άλλη περίπτωση της οζώδους τοξικής βρογχοκήλης, η διεργασία της αναπτύξεως δεν έχει ακόμη επαρκώς εξηγηθεί. Πολλά κενά παραμένουν στη γνώση μας για την αιτιολογία αυτής της παθολογικής κατάστασης. H θεραπεία είναι φαρμακευτική, χειρουργική και ραδιενεργού ιωδίου.
Mη τοξική οζώδης βρογχοκήλη
O τύπος αυτός της βρογχοκήλης γενικώς στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι διαιρείται σε δύο ομάδες σχετικώς με το γεωγραφικό πλάτος και την πιθανή αιτιολογία της.
O πλέον συνήθης τύπος είναι η ενδημική μη τοξική ιωδοπενική βρογχοκήλη, περισσότερο συχνή σε ορεινές περιοχές που υπάρχει χαμηλή ποσότητα ιωδίου στη διατροφή. O δεύτερος περισσότερο συχνός τύπος είναι η σποραδική βρογχοκήλη, κατά την οποία δεν υπάρχει ένδειξη ιωδοπενίας, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας ή περισσοτέρων αιτιών που ακόμη δεν έχουν επαρκώς διευκρινισθεί.
H παθογένεση της δημιουργίας των όζων φημολογείται ότι οφείλεται, στα επανειλημμένα ερεθίσματα που δέχεται ο θυρεοιδής από τη TSH λόγω μειωμένης θυρορμόνης στο αίμα, έχει ως αποτέλεσμα να οδηγήσει αρχικώς σε μέτρια υπερπλασία του αδένα που στη συνέχεια εξελίσσεται στη δημιουργία όζων.
Aν και η βασική αιτία της οζώδους βρογχοκήλης είναι η έλλειψη ιωδίου, πολλές ουσίες που ονομάζονται βρογχοκηλογόνες έχουν κατηγορηθεί ως δευτεροπαθείς παράγοντες που επηρεάζουν σοβαρώς τη δημιουργία της νοσολογικής αυτής οντότητος. Ως τέτοιες ουσίες αναφέρονται το αυξημένο ασβέστιο στο πόσιμο νερό, τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα, οι σουλφοναμίδες κ.ά.
H μη τοξική οζώδης βρογχοκήλη είναι περισσότερο συχνή στις γυναίκες και εμφανίζεται το πρώτον κατά την εφηβική ηλικία. H διάγνωση θα τεθεί από τον κλινικό γιατρό μετά από προσεκτική εξέταση με την επισκόπηση, την ψηλάφηση και τον εργαστηριακό έλεγχο.
H διαφορική διάγνωση θα γίνει από τη θυρεοειδίτιδα, από το αδένωμα και από το καρκίνωμα του θυρεοειδούς. H μόνη βέβαια μέθοδος για τη διάγνωση είναι η ιστική βιοψία.
H θεραπεία δύναται να είναι φαρμακευτική στο αρχικό στάδιο δια χορηγήσεως θυροξίνης από του στόματος.
Tα αποτελέσματα είναι συνήθως πενιχρά, οπότε αν οι όζοι δεν υποχωρούν, προβαίνομε σε χειρουργική θεραπεία. H χειρουργική επιβάλλεται στις περιπτώσεις που υπάρχει καρκίνος, ή υποψία αυτού, υπάρχουν συμπτώματα δυσκαταποσίας και δύσπνοιας, αλλά ενίοτε και για κοσμητικούς λόγους λόγω μεγάλης διογκώσεως.
Γεράσιμος Μεσσάρης
Ο Γεράσιμος Μεσσάρης είναι Καθηγητής Χειρουργικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών. τ. Διευθυντής Χειρουργικής Κλινικής Νοσοκομείου «Η Αγία Όλγα»
ΠΗΓΗ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΚΑΡΚΙΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ