ΑΛΛΕΡΓΙΑ
Τι είναι η αλλεργία;
Αλλεργία είναι σύνθετη λέξη και ετυμολογικά προέρχεται από το συνδυασμό των λέξεων «άλλο + έργο». Ο πρώτος που πρότεινε τον όρο αυτό ήταν ο Αυστριακός παιδίατρος Clemens von Piquet (1874-1929), ο οποίος παρατήρησε το 1905 ότι κατά την επαναχορήγηση ετερολόγων ορών, ορισμένα άτομα αντί ανοσίας εμφάνιζαν ορονοσία. Με απλά λόγια το ανοσιακό σύστημα αντί να εμφανίζει τη φυσιολογική δραστηριότητα για την οποία έχει ταχθεί από τη φύση, δηλαδή να εμφανίζει φύλαξη του οργανισμού (ανοσία), εμφάνιζε άλλο έργο (αλλεργία) δηλαδή α -φύλαξη (αναφυλαξία).
Σήμερα θεωρούμε ότι η αλλεργία είναι αποτέλεσμα της υπεραντίδρασης (υπερευαισθησίας) του ανοσιακού μας συστήματος σε ουσίες του περιβάλλοντος, οι οποίες ΔΕΝ είναι παθογόνες (επικίνδυνες) για τον οργανισμό π.χ. γύρεις δένδρων και φυτών, πρωτεΐνες τροφικής προέλευσης (γάλα αγελάδος, αυγό, ψάρι κ.α.). Τα φυσιολογικά άτομα ανέχονται την επαφή του οργανισμού με τις ουσίες αυτές (τις ονομάζουμε αλλεργιογόνα) χωρίς το ανοσιακό τους σύστημα να αντιδρά (εμφανίζει όπως λέγεται στην ιατρική ανοσολογική ανοχή). Η ανοσολογική ανοχή είναι απαραίτητη διότι ο οργανισμός μας είναι υποχρεωμένος να έρχεται σε επαφή με συστατικά που δεν έχουν την ίδια σύσταση με τα δικά του και συνεπώς το ανοσιακό μας σύστημα να ανέχεται την επαφή με αυτά χωρίς να αντιδρά, επειδή τα ξένα συστατικά είναι τις περισσότερες φορές χρήσιμα. Για παράδειγμα, εάν δεν υπήρχε το φαινόμενο της ανοσολογικής ανοχής τότε δεν θα μπορούσαμε να φάμε ζωικές ή φυτικές πρωτεΐνες. Στο αλλεργικό άτομο υπάρχει διαταραχή της ανοσολογικής ανοχής σε κάποια (ή κάποιες) από τις ξένες πρωτεΐνες, με αποτέλεσμα όταν εισέλθουν αυτή (ές) στον οργανισμό να υπεραντιδρά το ανοσιακό σύστημα και να προκαλείται βλάβη σε κάποιους ιστούς ή όργανα του οργανισμού. Με αυτό το τρόπο προκαλούνται και τα διάφορα συμπτώματα της αλλεργίας.
Πως γίνεται κάποιος αλλεργικός;
Η αλλεργία αποτελεί τη συνισταμένη έκφραση δύο κύριων συνιστωσών, αφενός της κληρονομικής προδιάθεσης (που εκφράζεται στα γονίδια του ατόμου και του προσδίδει ένα είδος ευεπιφορότητας για την εκδήλωση της νόσου) και αφετέρου του περιβάλλοντος, οι διάφοροι παράγοντες του οποίου τροποποιούν την έκφραση των γονιδίων κάθε ατόμου. Με τον τρόπο αυτό η αλλεργία μπορεί να εμφανίζεται κλινικά με συμπτώματα (δηλαδή νόσο) ή να παραμένει σε υποκλινικό στάδιο (χωρίς συμπτώματα) και ονομάζεται απλώς ευαισθητοποίηση. Το ανοσιακό μας σύστημα όταν έλθει σε επαφή με μία ουσία που τη θεωρεί επικίνδυνη για τον οργανισμό θα αντιδράσει, με σκοπό την εξουδετέρωση της, με την παραγωγή αντισωμάτων. Όταν το αλλεργικό έρχεται σε επαφή με το αλλεργιογόνο αντί να παραχθούν το είδος των αντισωμάτων που παράγονται
φυσιολογικά (δηλαδή να παραχθούν IgG αντισώματα), παράγονται άλλο είδος αντισωμάτων τα IgE αντισώματα. Τα αντισώματα αυτά επενδύουν τη κυτταρική μεμβράνη συγκεκριμένων κυττάρων του οργανισμού, τα οποία ονομάζονται βασεόφιλα και σιτευτικά κύτταρα. Τα βασεόφιλα κυκλοφορούν στο αίμα και βγαίνουν και στους ιστούς, ενώ τα σιτευτικά είναι μόνο στους ιστούς διάσπαρτα σε όλο το σώμα. Τα κύτταρα αυτά διαφοροποιούνται από άλλα κύτταρα του οργανισμού διότι παράγουν και αποθηκεύουν στο εσωτερικό τους (σε κοκκία του κυτταροπλάσματος) ορισμένες ουσίες όπως η ισταμίνη. Όταν σε ένα άτομο παράγονται IgE αντισώματα και αυτά έχουν επενδύσει τα βασεόφιλα και σιτευτικά κύτταρα του, τότε ομιλούμε ότι το άτομο είναι ευαισθητοποιημένο. Όταν το συγκεκριμένο άτομο έλθει πάλι σε επαφή με την ουσία (αλλεργιογόνο) που προκάλεσε το σχηματισμό των IgE αντισωμάτων, τότε το αλλεργιογόνο θα συναντήσει το αντίσωμα (που είναι στη μεμβράνη των βασεοφίλων και σιτευτικών κυττάρων) και θα ενωθεί μαζί του. Η ένωση αυτή θα έχει σαν αποτέλεσμα τα κύτταρα να ενεργοποιηθούν και να απελευθερώσουν τις ουσίες που έχουν στα κοκκία τους στους γύρω ιστούς. Όμως, οι ουσίες αυτές (π.χ. η ισταμίνη) έχουν πολλές και έντονες φαρμακολογικές δράσεις, όπως διαστέλλουν τα αγγεία και προκαλούν ερυθρότητα, προκαλούν βήχα ή κνησμό (φαγούρα) στο δέρμα – μύτη επειδή ερεθίζουν τα τοπικά νεύρα κλπ. Με τον τρόπο αυτό παράγονται τα γνωστά συμπτώματα της αλλεργικής νόσου. Επιπλέον, ενεργοποιείται και μία σύνθετη βιολογική διεργασία που τελικά οδηγεί σε ένα είδος ειδικής φλεγμονής (αλλεργική φλεγμονή), η οποία χρονίζει σε ορισμένες αλλεργικές παθήσεις (όπως άσθμα, ρινίτιδα, ατοπική δερματίτιδα κλπ) με αποτέλεσμα τη χρονιότητα της νόσου
Κληρονομικότητα και περιβάλλον. Τι ευθύνεται περισσότερο;
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μία δραματική αύξηση των αλλεργικών παθήσεων στις ονομαζόμενες « Δυτικού τύπου » κοινωνίες. Η αύξηση της συχνότητας είναι πολύ εντυπωσιακή, σε μερικές αλλεργικές παθήσεις έχει διπλασιασθεί έως και τετραπλασιασθεί η συχνότητα σε ένα διάστημα 20-30 ετών. Μία τέτοια αύξηση είναι απίθανο να οφείλεται σε αλλαγή του γενετικού υποστρώματος και οι αιτίες πρέπει και αναζητούνται σε μεταβολές των περιβαλλοντικών συνθηκών. Όταν ο ένας γονέας είναι αλλεργικός τότε η πιθανότητα του να γεννηθεί παιδί που θα εμφανίσει αλλεργική νόσο είναι περίπου 25-30% (λίγο μεγαλύτερη από του γενικού πληθυσμού), όταν είναι και οι δύο γονείς αλλεργικοί τότε η πιθανότητα υπερβαίνει το 50% και στη περίπτωση που πάσχουν και οι δύο γονείς από την ίδια αλλεργική νόσο, τότε η πιθανότητα ξεπερνά το 65%. Όμως από την άλλη πλευρά στους μονοωγενείς διδύμους (τα φυσικώς κλωνοποιημένα άτομα) δεν εμφανίζεται απόλυτη σύμπτωση της αλλεργικής νόσου, αλλά μόνο σε ποσοστό περί το 60%, δηλαδή στα ζεύγη των μονοωγενών διδύμων μόνο 6 στα 10 ζευγάρια πάσχουν και οι δύο δίδυμοι. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μεν κληρονομική επιβάρυνση, αλλά η κληρονομικότητα δεν μεταβιβάζεται με ένα γονίδιο (όπως για παράδειγμα στη περίπτωση της μεσογειακής αναιμίας). Οι έρευνες έχουν δείξει ότι η κληρονομική προδιάθεση (ευεπιφορότητα) κληρονομείται με σύνθετο τρόπο και το περιβάλλον είναι που παρεμβαίνει ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΑ στην εκδήλωση ή όχι της αλλεργικής νόσου.
Ποιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες ευθύνονται περισσότερο;
Πολλοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί για την αύξηση των αλλεργικών παθήσεων. Η ποσόστωση της ευθύνης ενός εκάστου δεν έχει καθορισθεί μέχρι τώρα, ώστε να μπορούν να εφαρμοσθούν και προγράμματα πρόληψης. Στους παράγοντες συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των άλλων: η υπόθεση της «υγιεινής», η ενδο– και εξω-οικιακή ατμοσφαιρική ρύπανση, ο τόπος διαμονής (αστικός-αγροτικός), ο μητρικός θηλασμός, οι τροφές, οι «σύγχρονες» κατοικίες και ο χρόνος που ζούμε σε αυτές, η έντονη ψυχο – κοινωνική επιβάρυνση (stress) του σημερινού ατόμου και αρκετοί άλλοι.
Η υπόθεση της «υγιεινής» ξεκίνησε από το τέλος της δεκαετίας του ’80 και με λίγα λόγια υποστηρίζει ότι το σημερινό παιδί που έχει μειωμένες πιθανότητες μικροβιακών λοιμώξεων τα πρώτα χρόνια της ζωής του (λόγω της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου), έχει αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσει αλλεργία επειδή το ανοσιακό του σύστημα «εκπαιδεύεται» (μαθαίνει) να αντιδρά με «αλλεργικό τρόπο», να παράγει δηλαδή IgE αντισώματα, αντί να παράγει IgG όπως στη περίπτωση της συνεχούς επαφής του με μικρόβια. Σε αυτή την υπόθεση υπάγονται και οι αλλαγές στη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου που παρατηρούνται σε άτομα του «Δυτικού» κόσμου με αυτά των ατόμων άλλων κοινωνιών. Η υπόθεση είναι ελκυστική αλλά δεν έχει αποσαφηνισθεί εντελώς.
Για την ατμοσφαιρική ρύπανση, εντός και εκτός σπιτιού, επίσης υπάρχουν
αμφιλεγόμενα στοιχεία. Η ατμοσφαιρική ρύπανση των σύγχρονων μεγαλουπόλεων αναμφισβήτητα επιδεινώνει το πρόβλημα, δεν είμαστε σίγουροι ότι το δημιουργεί, αν και για το τελευταίο υπάρχουν αρκετά στοιχεία, τουλάχιστον για κάποιους ατμοσφαιρικούς ρυπαντές. Χωρίς αμφιβολία η ενδοοκιακη ρύπανση με καπνό τσιγάρου αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα. Έχει παρατηρηθεί ότι άτομα που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές, παρά την αυξημένη πυκνότητα γύρης, εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά ευαισθητοποίησης στις γύρεις από ότι τα άτομα διαμένοντα στις αστικές περιοχές. Το παράδοξο πιθανόν να ερμηνεύεται, αφενός με την υπόθεση «υγιεινής» και αφετέρου με το γεγονός ότι οι γύρεις προσλαμβάνουν από την ατμόσφαιρα του ρυπαντές και έτσι τροποποιείται η σύνθεση τους και τελικά η ικανότητα τους να προκαλούν ευαισθητοποίηση (δηλαδή εμφανίζουν αυξημένη αλλεργιογονικότητα).
Ο μητρικός θηλασμός θεωρείται ότι δρα προστατευτικά στην εκδήλωση αλλεργικών παθήσεων. Οι σημερινές μητέρες έχουν ελάχιστο χρόνο και παρά τις καλές προθέσεις δεν θηλάζουν τα παιδιά τους τόσο, όπως γινόταν σε παλαιότερες εποχές.
Οι τροφές που καταναλώνουμε έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια τόσο όσον αφορά τη σύσταση, την επεξεργασία, τη προσθήκη διαφόρων ουσιών (συντηρητικά, χρωστικές κλπ), επίσης προστέθηκαν και τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα. Πολλές απόψεις έχουν εκφρασθεί για ενδεχόμενους κινδύνους, χωρίς όμως μέχρι τώρα να υπάρχει αποκρυσταλλωμένο συμπέρασμα.
Τα σημερινά σπίτια, αλλά και οι χώροι εργασίας (περισσότερο ποσοστό του εργατικού δυναμικού εργάζεται σε γραφεία, από ότι παλαιότερα) είναι συνήθως «αεροστεγώς» κλεισμένοι, με μέτριο έως κακό φυσικό αερισμό, με χαλιά και μοκέτες από τοίχο σε τοίχο (ιδανικό για αύξηση των ακάρεων της οικιακής σκόνης), με αυξημένη χρήση κλιματιστικών συσκευών και πολλών άλλων χαρακτηριστικών που άμεσα ή έμμεσα μπορούν να συμβάλλουν στην αύξηση της συχνότητας της αλλεργίας. Επιπλέον, περνούμε σήμερα περισσότερες ώρες της ημέρας σε κλειστούς χώρους από ότι συνέβαινε παλαιότερα και κυρίως αυτό αφορά τα παιδιά που μεγαλώνουν στα διαμερίσματα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.
Η έντονη ψυχο – κοινωνική επιβάρυνση (stress) του σημερινού ατόμου των σύγχρονων κοινωνιών αποτελεί χωρίς αμφιβολία παράγοντα έκλυσης συμπτωματολογίας σε ορισμένες αλλεργικές παθήσεις. Η γνώση αυτή δεν είναι καινούργια, ούτε αφορά μόνο την αλλεργία. Επίσης τα αλλεργικά νοσήματα με τη χρόνια διαδρομή τους προκαλούν από μόνα τους ψυχο-συναισθηματική φόρτιση και με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.
ΑΣΘΜΑ
Τι είναι το άσθμα:
Το άσθμα είναι μία χρόνια φλεγμονή των βρόγχων(αεραγωγών), η οποία προκαλεί εξοίδηση και στένωση (σύσπαση) αυτών, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η διακίνηση του αέρα στους πνεύμονες κυρίως στη φάση της εκπνοής. Το οίδημα και η σύσπαση των αεραγωγών είναι μερικώς αναστρέψιμα είτε αυτόματα, είτε μετά από θεραπεία.
Οι αεραγωγοί που φλεγμαίνουν χρονίως αποκτούν μεγάλη ευαισθησία και αντιδρούν έντονα σε ερεθίσματα ειδικά (αλλεργιογόνα) αλλά και μη ειδικά (εκλυτικοί ή ερεθιστικοί παράγοντες), γίνονται δηλαδή υπερευαίσθητοι(αντιδρούν ακόμη και σε πολύ χαμηλής έντασης ερεθίσματα). Την κατάσταση αυτή την ονομάζουμε Βρογχική υπεραντιδραστικότητα ή Βρογχική υπεραπαντητικότητα. Είναι σαφές ότι βρογχική υπεραντιδραστικότητα είναι γενικός όρος και σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μπορεί να παρατηρηθεί σε όλα τα άτομα, όμως είναι επίσης σαφές ότι στα άτομα με άσθμα αλλά και στα αλλεργικά άτομα χωρίς άσθμα εμφανίζεται υψηλού βαθμού υπεραντιδραστικότητα των βρόγχων. Εντούτοις και μεταξύ των ασθματικών υπάρχει διαφοροποίηση. Υπάρχουν ασθματικοί με έντονη υπεραντιδραστικότητα των βρόγχων χωρίς εμφανή και σταθερά συμπτώματα και αντιθέτως άτομα με καθημερινά συμπτώματα και υψηλού βαθμού βρογχική υπεραπαντητικότητα. Με άλλα λόγια η βρογχική υπεραντιδραστικότητα (ή βρογχική υπεραπαντητικότητα) είναι κοινός παρανομαστής σε όλους τους ασθματικούς, υπάρχει σε μεγάλη συχνότητα στα αλλεργικά άτομα χωρίς εμφανές άσθμα και απαντάται και σε μικρό μέρος φυσιολογικών κατά τα άλλα ατόμων, είναι δηλαδή χαρακτηριστικό και όχι πάθηση.
Οι βρόγχοι αντιδρούν σε κάθε ερέθισμα που θεωρούν επικίνδυνο για τον οργανισμό (αυτοάμυνα) με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να κάνουν διάκριση εάν είναι ειδικό ή μη-ειδικό ερέθισμα, με αποκλειστικό στόχο την απομάκρυνση του και τον περιορισμό των επιπτώσεων στον οργανισμό. Στενεύουν(συσπώνται – βρογχόσπασμος) για να περιορισθεί η είσοδος του αιτίου στον οργανισμό, δημιουργείται ο βήχας για να απομακρυνθεί το αίτιο και παράγεται βλέννη(εκκρίσεις) αφενός να προστατευτεί το εσωτερικό των βρόγχων και αφετέρου να διευκολυνθεί η απομάκρυνση του αιτίου.
Η αντίδραση των αεραγωγών στα ερεθίσματα καθορίζει και την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Τα μείζονα συμπτώματα στο άσθμα είναι:
- Βράχυνση της αναπνοής («Κοντή ανάσα»), κυρίως μετά από άσκηση ή κατά τη διάρκεια της νύκτας.
- «Βράσιμο» στο στήθος (σαν γατάκια που νιαουρίζουν) στην αναπνοή (ιδίως κατά την εκπνοή του αέρα).
- Βήχας (κυρίως ξηρός), μπορεί να είναι χρόνιος που επιδεινώνεται τις νυκτερινές και πρώτες πρωινές ώρες. Μπορεί να παράγεται μετά από σωματική άσκηση ή μετά από έκθεση σε κρύο ή ξηρό αέρα, μετά από έντονο γέλιο ή κλάμα (στα παιδιά).
- «Σφίξιμο» στο στήθος, μπορεί να συμβαίνει μόνο του ή σε συνδυασμό με τα παραπάνω συμπτώματα.
- Δύσπνοια, δηλαδή η υποκειμενική αίσθηση αδυναμίας της αναπνοής.
ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΑΣΘΜΑΤΟΣ
Οι βασικοί στόχοι της θεραπευτικής αγωγής για το άσθμα που πρέπει να επιτευχθούν για να είναι επιτυχής ο έλεγχος του άσθματος είναι:
- Μείωση ή ακόμη και εξάλειψη των συμπτωμάτων
- Φυσιολογικός νυκτερινός ύπνος
- Πρόληψη ασθματικών κρίσεων
- Διατήρηση των πνευμονικών λειτουργιών στα πλησιέστερα του φυσιολογικού επίπεδα
- Διατήρηση φυσιολογικής φυσικής – εργασιακής – κοινωνικής δραστηριότητας (συμπεριλαμβανομένης και της σωματικής άσκησης) σε παιδιά και ενήλικες
- Αποφυγή των παρενεργειών των αντιασθματικών φαρμάκων
- Πρόληψη δημιουργίας μη-αναστρέψιμης απόφραξης (χρόνιας βλάβης)
- Μείωση θνητότητας άσθματος
Για να επιτευχθούν αυτά είναι αναγκαίο:
- Να αποφεύγεται ή να περιορίζεται σημαντικά η έκθεση στα επιβλαβή για το άσθμα ερεθίσματα, είτε αυτά είναι ειδικά (αλλεργιογόνα), είτε μη-ειδικά (εκλυτικοί παράγοντες). Στα μη ειδικά ερεθίσματα περιλαμβάνονται: οι λοιμώξεις του αναπνευστικού, οι έντονες οσμές (απορρυπαντικά, χρώματα κλπ), ησκόνη, η έντονη ατμοσφαιρική ρύπανση, η υγρασία, ο κρύος αέρας, οι απότομες μεταβολές της θερμοκρασίας (π.χ. από κλιματιζόμενο χώρο σε ζεστό και ξηρό αέρα), η έντονη ψυχοσυναισθηματική επιβάρυνση κλπ.
- Να τηρείται με ευλάβεια η χορηγηθείσα αγωγή έστω και εάν δεν υπάρχουν συμπτώματα.
- Να γίνεται σωστή χρήση των συσκευών για τη χορήγηση των εισπνεομένων φαρμάκων.
- Να γίνεται σωστή και έγκαιρη χρήση της φαρμακευτικής αγωγής για τη πρόληψη ασθματικής κρίσης (π.χ. εισπνοή βρογχοδιασταλτικού πριν από προγραμματισμένη έντονη σωματική άσκηση).
- Να μπορεί ο ασθενής να ελέγχει μόνος του το επίπεδο λειτουργικότητας της αναπνευστική του λειτουργίας με το φορητό ροόμετρο και να λαμβάνει τα επικουρικά φάρμακα σύμφωνα με τις οδηγίες που του έχουν χορηγηθεί.
- Να επισκέπτεται το γιατρό του σε τακτά διαστήματα (ανά 4 – 6 μήνες) έστω και εάν δεν έχει συμπτώματα.
Επιμέλεια κειμένου:
Δημήτριος Παπαϊωάννου – Αλλεργιολόγος
Πηγές: Ελληνική Εταιρεία Αλλεργιολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας
www.isathens.gr